
Το «Γαλαξείδι» της Εύας Βλάμη
«Η Εύα Βλάμη ταυτίστηκε με την κωμόπολη που τη γαλούχησε. Κι αυτή με τη συγγραφέα που την απαθανάτισε».
«Οσο έπρεπε, κι όσο πρέπει δεν την ξέρουμε την Εύα. Γιατί και αυτή, αλλά και ο εξαιρετικός φιλόλογος, ο σύζυγός της, ο Παναγής ο Λεκατσάς, δεν ήταν άνθρωποι για να θορυβήσουν δεόντως, όπως είθισται και ιδιαίτερα σήμερα. Και είναι κρίμα. Ωστόσο, στην εποχή τους πολλοί τούς εκτιμούσαν και τους θαύμαζαν. Μετρημένα πράγματα τότε, αντάξια και αξιοπρεπή που αρμόζουν σε σοβαρά έργα. Σε έργα σαν της Βλάμη, γραμμένα με ψυχή, σε γλώσσα ανεπανάληπτη, φορτωμένη ίσως κάποτε, αλλά τόσο εκφραστική, τόσο αληθινή και πλούσια».
Αυτά έγραφε, μεταξύ πολλών άλλων, η άξια ομότεχνη Ιουλία Ιατρίδη στο κείμενό της για το Αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» (τχ. 1.618, Δεκ. 1994) στα είκοσι, τότε, χρόνια από τον θάνατο της Εύας Βλάμη, τον Μάιο του 1974.
«Η Εύα Βλάμη ταυτίστηκε με την κωμόπολη που τη γαλούχησε. Κι αυτή με τη συγγραφέα που την απαθανάτισε», έγραφε στο ίδιο αφιέρωμα ο Κώστας Ασημακόπουλος. «Τόσο, που αν είσαι φίλος καλός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν μπορείς να πας τον λόγο ή το βήμα σου σε αυτήν δίχως να θυμηθείς αμέσως το “Γαλαξείδι” και τον “Σκελετόβραχο”, τα δυο πρώτα και κλασικά βιβλία της Βλάμη που το αναβιούν όπως ζούσε στις ναυτικές δόξες του», όταν το Γαλαξείδι μαζί με την Κύμη της Εύβοιας πήραν τη σκυτάλη των πρωτείων από την Υδρα και τις Σπέτσες μετά την Επανάσταση του ’21.
Αξίζει, λοιπόν, με την ευκαιρία της τρέχουσας επετείου, να θυμηθούμε τις σχετικές ανιστορήσεις της συγγραφέως, όπως τις άκουσε και εκείνη από τα παππουδογονικά της.
«Σαν άναψε η σπίθα της Επανάστασης, οι Γαλαξειδιώτες, που τάχανε κουβεντιάσει από τα πριν με τον Γκούρα, τον Ησαΐα, τον Πανουργιά και τον Αντρούτσο νάναι στο φτερό, συνάχτηκαν στην εκκλησιά του Αη-Γιάννη του Πρόδρομου και πήρανε τη μεγάλη απόφαση να σηκώσουνε μπαϊράκι. […]
[…] Ετούτος ο σηκωμός θα ξαπλωνότανε σ’ ολάκερη την Ελλάδα και ψυχή δε θάμενε που να μη βοηθήσει για τον ξεσκλαβωμό. Κ’ είναι για τούτο το σύψυχο ξεσήκωμα, που οι Τούρκοι λυσσάξανε, κι ο Σμαήλ-Γιβραλτάρης απ’ το κακό του έκαψε το Γαλαξείδι το Σεπτέμβρη του 1821.
Ο,τι στεριώνανε τόσον καιρό, γκρεμίστηκε συθέμελο, κ’ η πολιτεία κάηκε σα γιορτινή λαμπάδα. Κι’ όταν κ’ η στερνή σπίθα έσβησε, πρόβαλε καπνισμένη, ίδια χαροκαμένη μάνα. Και μήπως το κακό σταμάτησε ίσαμ’ εδώ; Στα χέρια των σκυλιών πέσανε και τα καράβια του Γαλαξειδιού, το πιο ακριβό στολίδι της πολιτείας κείνον τον καιρό. Τα πιο πολλά τα κάψανε. Τριάντα τέσσερα όμως, τα διαλεχτά, τα σύρανε μαζί τους.
[…] καθώς πηγαίνανε στην Πόλη, οι Τουρκαλάδες περάσαν απ’ τη Ζάκυνθο σέρνοντας σκλαβωμένα τα καράβια του Γαλαξειδιού, που ξεχωρίζαν από τα οχτρικά με την αρχοντιά και το καμάρι της αρματωσιάς τους. Πανηγυρίσαν οι οχτροί της Ορθοδοξίας το χαλασμό της αρχοντοπολιτείας, και διαλαλήσανε τη νίκη τους σ’ Ανατολή και Δύση. Μα έδωκε ο Θεός, κ’ οι δυνατοί του κόσμου, που ώς τότες παίζανε με δυο πρόσωπα, συμπόνεσαν τα πάθη της Ελλάδας και στείλανε βοήθεια.
[…] Ολοι τους [οι Γαλαξειδιώτες] είχανε χάσει ψυχές το ’21 σε στεριά και σε θάλασσα, και το κρατούσαν ψηλά το κεφάλι για την παλικαριά της γενιάς τους. […] Από τα Σάλωνα βρέθηκαν στην Αλαμάνα, κι από τη Γραβιά στον Επαχτο. Δεν μπορεί να μην έχεις ακουστά το Γιάννη το Μητρόπουλο και τον μπάρμπα-Αναγνώστη τον Μακρή. […]
[…] ο Γιάννης ο Μητρόπουλος κλείστηκε μέσα στης Γραβιάς το χάνι με τον Αντρούτσο και τα παλικάρια του κι άλλους Γαλαξειδιώτες, κ’ έχουν να πούνε πως μια χούφτα Ελληνες φάγαν ολάκερο ασκέρι Τουρκαλάδες. Μα πριν κλειστούν στο χάνι, πιο ψηλά, σιμά στην Αλαμάνα, σ’ αμάχη άγρια και πεισματική, ένα βόλι εχτρικό του σκότωσε το Μήτρο Μασσαβέτα, τον αδερφό του Διάκου, που είτανε ο αδερφοποιτός του. Το χουγιατό των Τούρκων όλο και τους σίμωνε, τα θάμνα, τα πουρνάρια ξεροτρίζαν, κ’ οι άπιστοι, το ξέρανε οι Χριστιανοί, μήτε νεκρό θα σέβονταν μήτε και λαβωμένο. Ο Γιάννης ο Μητρόπουλος σήκωσε την πάλα του, έκανε το σταυρό του, κ’ έκοψε το κεφάλι του συντρόφου του, μη του το βρουν ασκέπαστο και του το μαγαρίσουν.
Ο άλλος, ο Δημήτρης ο Μακρής, είχε το καπετανιλίκι στο Ντονανμά, πριν σηκωθεί η Ελλάδα για τη λευτεριά της. Ο Αλή-πασάς τον λογάριαζε, τόσο για την αξιοσύνη του στη θάλασσα, όσο και για το σπουδαχτικό μυαλό του, που μάλιστα για τούτο οι συντοπίτες του τον είχανε βαφτίσει Αναγνώστη. Τα χρόνια κείνα, ο Αλής αγόρασε την Πάργα από τους Ιγγλέζους για εκατόν πενήντα χιλιάδες λίρες.
Οι Παργινοί, μόλις τ’ ακούσανε, ορκίστηκαν να φύγουν όλοι παρά να προσκυνήσουνε την Τουρκιά. Πήραν απόφαση να περάσουν αντίπερα στους Παξούς. Ο Αλής το μυρίστηκε κ’ έστειλε το Μακρή να τους μποδίσει. Να μη μακραίνω, τούτος δυο φορές μπόρεσε ν’ αφήσει τους Παργινούς να φύγουν, και με τα λόγια του στο γυρισμό να μπερδέψει τον Τούρκο.
Την τρίτη φορά όμως έστειλε ο Πασάς δικόνε του άνθρωπο μαζί, Αρβανίτη, για να ξετάζει τα φερσίματα του Μακρή. Πάλεψε και πάλι ο Γαλαξειδιώτης να τα συβάσει, μα δε στάθηκε μπορετό. Ο ορισμός του Τούρκου είταν ή να προσκυνήσουν τον αφέντη το Σουλτάνο οι Χριστιανοί ή να τους κάμουνε στάχτη.
Κίνησε λοιπόν με την Αρμάδα ο Μακρής πικροφυλλαδιασμένος. Το ξύπνιο του μυαλό όμως το δυνατό σκαρφίστηκε, σα φτάσαν όξω απ’ την Πάργα, να μπει σε μια βάρκα για να πάει, τάχατες, τ’ όρντινο του Πασά στους Παργινούς. Σαν έφτασε στο Βενετσάνικο κάστρο, φώναξε στ’ αδέρφια του τους Παργινούς, πως τούτη τη φορά δεν τη γλυτώνουν, και μόνο αν τον σκοτώσουνε θα μπορέσει η Αρμάδα να φύγει άπραχτη, αλλιώς θε να τους κάψουν. Γιατί τάχε μιλήσει με τους άλλους καπετανέους και τούχανε κάνει όρκο, κανένας τους να μη δώσει διάτα ν’ ανοίξει μπαλοτίδι αν δε γυρίσει ο ίδιος ο Μακρής.
Στους Παργινούς δε βαστούσε η καρδιά να ρίξουνε βόλι στον αδερφό τους. Μα τούτος φώναξε τόσα λόγια παρακαλεστικά, που τους έφερε στη γνώμη του, και βάλαν έναν καλόγερο, ψηλά απ’ το Μοναστήρι, να πάρει τη ζωή του. Ετσι ο θάνατός του πήρε μια γιορταστική θωριά, σα βγήκε ο καλόγερος να ρίξει, γιατί θαρρείς πως είτανε ο ίδιος ο Θεός που τόνε λύτρωσε από το ψυχοπάλεμά του. Σαν έμαθε το Γαλαξείδι το θάνατο του Αναγνώστη του Μακρή, μαζώχτηκε στ’ αρχοντικό του, κι όπως δεν είχε το κουφάρι του να το μοιρολογήσει, έβαλε το φέσι του καταμεσίς στο πάτωμα και θρήνησε τον τίμιο χαμό του.
[…] το Γαλαξείδι είχε κι αυτό το κρυφό σκολειό του. Και πώς να μη δακρύζεις για τη φλόγα των παλιών θαλασσινών, σαν ακούς πως εκειδά, στο μικρό νησόπουλο του Αη-Κωνσταντίνου, όξου από το λιμάνι του Γαλαξειδιού, μέσα στο κλησιδάκι του, που αγιομοσκοβολούσε από το λιβάνι, είχαν το δασκαλειό τους! Ο Νικόλαος Λογοθέτης, γέννημα-θρέμμα του Γαλαξειδιού, σα γύρισε από τη Βενετιά που είχε αποσπουδάσει, πήρε να γραμματίζει, κρυφά από την Τουρκιά, τα παιδάκια. Τόσο πολλά τρέξανε να φωτιστούν, από Μωριά και Ρούμελη, που πήρε κι άλλους δασκάλους. Τον καλόγερο Καβρίκα, από την Αγιά-Θυμιά και τον Πρωτόπαπα, από τ’ Αγραφα, τον ξακουσμένο. Μετά από το σηκωμό όμως του Ορλώφ αποσκύλιασε η Τουρκιά, τους πήρε μυρουδιά, χάλασε το σκολειό κ’ έκλεισε στη φυλακή τους δασκάλους».
Το γεγονός ότι ο Νίκος Καζαντζάκης είχε ξεχωρίσει την Εύα Βλάμη από τις σύγχρονές της γυναίκες πεζογράφους με το σχόλιο ότι «μεταχειρίζεται άνετα και καλοδουλεύει τη δημοτική» (βλ. σχετικά στο αφιέρωμα του περ. Διαβάζω στην Εύα Βλάμη με την επιμέλεια της γράφουσας, τχ. 485, Μάιος 2008), εστιάζει την προσοχή μας σε ένα υφολογικό χαρακτηριστικό καταδηλωτικό της αυτοπεποίθησης του/της συγγραφέως αναφορικά με τη θέση του/της τόσο στον στενότερο καλλιτεχνικό όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο και οπωσδήποτε εξηγεί, αφ’ ενός, την παρατήρηση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου (κατά την παρουσίαση του έργου της Εύας Βλάμη στον τόμο της Μεταπολεμικής Πεζογραφίας των εκδόσεων Σοκόλη) σχετικά με την απουσία πρωτόλειου δείγματος και τη συναφή άμεση καθιέρωση της συγγραφέως με το «Γαλαξείδι» και, αφ’ ετέρου, την επισήμανση του Κ. Νίτσου στο περιοδικό Θέατρο (τχ. 38-39, Μάης – Ιούνης 1974): «Το “Θέατρο” θρηνεί την απώλεια της Εύας Βλάμη. Ηταν πεζογράφος μ’ αντρίκειο γράψιμο, που δεν τόχε κανένας της γενιάς της. Γαλαξειδιώτισσα, μοσχοθυγατέρα καπετάνιου […] Ευθύκορμη, όμορφη, σκληρή και γλυκομίλητη. Φτάνει να πεις “Γαλαξείδι” και “Σκελετόβραχος” και της λες όλα τα παινέματα!».
Και πριν εμπλακούμε σε διερωτήσεις για την ύπαρξη/αντιδιαστολή γυναικείας και ανδρικής γραφής, σοφό θα ήταν να λάβουμε υπόψη τα πονήματα του συζύγου της συγγραφέως, Παναγή Λεκατσά, «εκατομμυριούχου των γνώσεων», όπως έγραφε για αυτόν ο Τάσος Βουρνάς (περ. Διαβάζω, τχ. 166, 22.4.87) και γενάρχη της ελληνικής εθνολογίας, ο οποίος εφάρμοσε τη φιλοσοφική διαλεκτική σκέψη του Μαρξισμού (όπως επεσήμαινε στο ως άνω αφιερωματικό τεύχος ο Βασίλης Περσείδης) για να αποκαλύψει τη δομή και την εξελικτική πορεία της διαμόρφωσης του ανθρώπινου ψυχισμού και του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Ανάμεσα στις πολυπληθείς (και, δυστυχέστατα, μη αξιοποιημένες ευρέως) μελέτες του, εκείνες για τη «Μητριαρχία» θα διαφώτιζαν, μεταξύ άλλων πολλών και πολύ σημαντικών ζητημάτων, και το γιατί η Εύα (Ευανθία) Βλάμη μίλησε τόσο επιτυχώς με τα βιβλία της για το 1821 (αλλά και για τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 και για τη Μικρασιατική Καταστροφή στο «Τα όνειρα της Αγγέλικας») ως άνθρωπος και ως συγγραφέας, άντρας ή γυναίκα.
Δείτε επίσης